Ιστορία

Το εργαστήρι αυτό στήθηκε στα 1928, όταν θεμελιώθηκε και χτίστηκε το σπίτι της οικογένειας Αρδαβάνη από τον πατέρα Δημήτρη –Ληξουριώτης στην καταγωγής ο οποίος από το Αργοστόλι που γεννήθηκε βρέθηκε τυχαία στο χωριό αυτό για οικογενειακούς λόγους.

Αποτελείται από δύο ισόγειους χώρους στο βόρειο τμήμα του σπιτιού και ενώνεται με αυτό, έτσι ώστε μαζί με το κατώι του σπιτιού να δημιουργεί τρεις αυτοτελείς αλλά και παρόμοιας χρήσης χώρους.

Ο πατέρας Δημήτρης έγινε πολύ γρήγορα σεβαστός και χρήσιμος στην κοινωνία της Ερύσσου, ο οποίος δουλεύοντας σκληρά και έντιμα από τις πέντε το πρωί γίνεται παράδειγμα δουλευτή και καλού οικογενειάρχη. Φυσικά, τόσο ο ίδιος όσο και η σύντροφος της ζωής του, εξίσου αεικίνητη και δημιουργική, αποτελούν υπόδειγμα για τα πέντε παιδιά τους. Μέσα στη φτωχή –τότε– επιχείρησή του στήνει ένα καμίνι (φυσερό το ονόμαζαν), καθώς για να λειτουργήσει χρειαζόταν κάποιος να φυσάει τα κάρβουνα ώστε να παραμένουν αναμμένα. Αυτό γινόταν με μια τεράστια φυσούνα που ανοιγόκλεινε και έστελνε αέρα στο καμίνι, φτάνει να τραβούσε κάποιος πάνω-κάτω ένα σχοινί στο ένα άκρο της. Δίπλα στήθηκε το αμόνι πάνω στο οποίο χτυπούσαν με τα σφυριά το πυρωμένο από το καμίνι σίδερο για να πάρει την ανάλογη μορφή. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη όμως, τη μέρα που ο Χριστός καρφώνεται στον Σταυρό, γκρεμίζεται το αμόνι από τη βάση του σε μια συμβολική κίνηση απαξίωσης των σιδεράδων που έφτιαξαν τα καρφιά του Σταυρού. Έτσι μένει μέχρι την Ανάσταση. Το έθιμο μεταλαμπαδεύεται από πατέρα σε γιο, κάτι που όσοι από τους δικούς τους το θυμόμαστε μας γεμίζει συγκίνηση και λύπη. Παραδίπλα, μπροστά στο παράθυρο, για να έχει φως, υπάρχει πάγκος με τη μέγγενη, άλλος πάγκος σύνδεσης των σιδερένιων κατασκευών του αμονιού με οξυγονοκόλληση και αργότερα ηλεκτροκόλληση, ένας κόφτης, γιγάντιος μοχλός που πέφτει με δύναμη και κόβει σίδερα ορισμένου πάχους. Στο κατώι του σπιτιού τοποθετείται δράπανο (για τη διάνοιξη οπών) που η παραδοσιακή του εκδοχή έμεινε μέχρι το 1975, όταν πλέον αντικαταστάθηκε από τον ηλεκτρικό. Γύρω γύρω υπάρχουν ιδιότυπα ράφια, οι λεγόμενες «σκαντζιές», που φυλάσσουν με τάξη τα μικρά εργαλεία όπως κοπίδια, κατσαβίδια, σιδεροπρίονα, τσιμπίδια, σφυριά, κλειδιά, τρυπάνια φτιαγμένα στο χέρι, λίμες και άλλα. Σε ένα μικρό πάγκο στήθηκε ο τροχός, ένα ακόνι δηλαδή για ψαλίδια, μαχαίρια κ.λπ.

Ο Δημήτρης Αρδαβάνης πεθαίνει το 1954 και επίσημα η επιχείρηση περνάει στα χέρια του Σπυρογιάννη, ο οποίος εργάζεται στο σιδηρουργείο για περισσότερο από δέκα χρόνια. Ήδη από το 1944, μαζί με τον αδελφό του Γεράσιμο έχουν κατασκευάσει ολόκληρο καΐκι με ντόπια ξυλεία και τοποθετούν μέσα μια μηχανή από παλιό αυτοκίνητο Ford αλλάζοντας το σύστημα αναφλέξεως από «Μανιατό» σε distribiteur με ένα εξάρτημα από γερμανικό κανόνι. Το 1952, στο βορειότερο τμήμα των χώρων του εργαστηρίου κατασκευάζει με τη βοήθεια και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας (σημειωτέον γυναίκες!..) αλλά και της φυσικής ευστροφίας και οξυδέρκειας που τον διακρίνει, μία πριονοκορδέλα από βάση γερμανικού πυροβόλου, που την εποχή εκείνη δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από μια βιομηχανική. Το 1953 δημιουργεί το γνωστό σιδηρόδρομο-βαγόνι που τετραγωνίζει κορμούς δέντρων. Πετρελαιοκίνητο μοτέρ, ιμάντας που έδινε κίνηση στη ρόδα και μια νέα εποχή στην επεξεργασία ξύλου για την Ερυσσό, που με την ξυλεία αυτή φτιάχτηκαν και επισκευάστηκαν αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα σπίτια της εποχής. Η πριονοκορδέλα αυτή αργότερα απέκτησε ηλεκτρικό μοτέρ και φυσικά δουλεύει ακόμα και σήμερα…

Ένας αιώνας περίπου, δυο γενιές και σκληρή δουλειά είναι η ιστορία του μικρού εργαστηρίου του γνωστού ως «σιδεράδικο στο Μάγγανο». Μέσα από τη φωτιά του καμινιού και από τις σφυριές πάνω στο αμόνι, έδωσαν με τα γερά τους μπράτσα και με σεμνότητα οι Αρδαβαναίοι πνοή στο σίδερο, στην παραδοσιακή, δημιουργική σιδηρουργία και στην πολιτισμική κληρονομιά του τόπου.

Είναι ευτύχημα που ο Σπυρογιάννης Αρδαβάνης φρόντισε για την υστεροφημία του. Πολύτιμο κληροδότημα για όλους εμάς, από στην τέχνη που αγάπησε και από την οποία έζησε, είναι οι υπέροχες καλλιτεχνικές συνθέσεις του από καθαρό ανοξείδωτο ατσάλι και σίδερο.